Posted in Blog
[la_heading title=”ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ “][/la_heading][la_heading title=”GEORGE BERNANOS, Journal d’ un curé de campagne, (1936)”][/la_heading]
  • Πρώτη έκδοση στα γαλλικά: Journal d’un curé de campagne, 1936.
  • Μεταφορά στον κινηματογράφο με τον ίδιο τίτλο από τον Robert Bresson, 1950.
  • 1η ελληνική έκδοση, Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου, μτφρ. Ελένης Σεμερτζίδου, έκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 2008.
  • 2η ελληνική έκδοση, Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου, μτφρ. Ιφιγένειας Μποτουροπούλου, έκδ. Πόλις, Αθήνα 2017.

Στις αρχές του καλοκαιριού, αν θυμάμαι καλά, ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας επισκέφτηκε τον πάπα Φραγκίσκο και, όπως συνηθίζεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις με τις ανταλλαγές ενθυμίων, ο Εμμανουέλ Μακρόν πρόσφερε στον ποντίφικα ένα πολύ ωραίο δώρο. Επρόκειτο για μια βιβλιοφιλική έκδοση του κλασικού μυθιστορήματος του George Bernanos, Journal d’ un curé de campagne, που είχε εκδοθεί στα 1936.

Προς το τέλος του έτους 2017 το μυθιστόρημα αυτό είχε εκδοθεί για δεύτερη φορά στα ελληνικά (τίτλος: Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου, έκδ. Πόλις, μτφρ. Ιφιγένεια Μποτουροπούλου), ενώ η πρώτη μετάφραση είχε πραγματοποιηθεί από τις εκδ. Γρηγόρη το έτος 2008. Η πρόσφατη ελληνική έκδοση είναι εμπλουτισμένη με αξιόλογες και χρήσιμες εισαγωγές, σημειώσεις και χρονολόγιο και ένα επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη.

Η δεύτερη αυτή έκδοση ευτύχισε να έχει πολύ θετικές κριτικές από τον ημερήσιο τύπο, πλην της κριτικής που δημοσιεύτηκε στην εφημ. Καθημερινή (1.7.2018) και η οποία επιεικώς θα πρέπει να χαρακτηριστεί άσχετη. Τα κείμενα των κριτικών έχουν συγκεντρωθεί στον εξειδικευμένο ιστότοπο http://www.biblionet.gr/author/53486/Georges_Bernanos, όπου παραπέμπουμε τον αναγνώστη που επιθυμεί να πληροφορηθεί το βιογραφικό του συγγραφέα, άλλες βιβλιογραφικές πληροφορίες, καθώς και τις κριτικές του ημερήσιου τύπου για την έκδοση, άλλες πολύ καλά επικεντρωμένες στο πρόσωπο του υπεφημέριου και άλλες λιγότερο πετυχημένες. Πρέπει να πούμε πως οι καλύτερες είχαν στοχεύσει στο δράμα που ζούσε ο ιερέας αυτός, νεότατος, πολύ πρόσφατα χειροτονημένος και βαριά ασθενής. Ο ήρωας δεν υπήρξε. Ήταν προϊόν της φαντασίας, της πίστης, της μεγάλης αγάπης και βαθιάς γνώσης του συγγραφέα και της ξεκάθαρης ελπίδας του για την πορεία μιας Εκκλησίας που επρόκειτο τότε να ζήσει, μαζί με όλον τον κόσμο, την τραγωδία του Β’ παγκόσμιου πολέμου. Το έτος που κυκλοφόρησε το βιβλίο, το 1936, ξεσπούσε η καταιγίδα που ακόμα δε μπορούσε να φανταστεί ο κόσμος.

Ο κ. Σταύρος Ζουμπουλάκης, ακόμα, κατέβαλε φιλότιμη και χρήσιμη προσπάθεια (Καθημερινή, 8 Ιαν 18), έστω και αν απέβη άκαρπη, για να εντοπίσει ανάλογη περίπτωση στη νεοελληνική λογοτεχνία. Τελειώνοντας το βραχύ δοκίμιό του διαπιστώνει πως ο Bernanos και οι αντίστοιχοι νεοέλληνες λογοτέχνες (Παπαδιαμάντης, Θεοτοκάς, Παπατσώνης, Πετζίκης κ.ά.) προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους, οι οποίοι έχουν βιώσει κατά τρόπο διαφορετικό τη χριστιανική πίστη. Θα συμπλήρωνα πως οι παραδόσεις τους, παρά το κοινό υπόβαθρο, διαφέρουν. Αναμφίβολα και οι μεγάλοι χριστιανοί λογοτέχνες, απ’ όποια χριστιανική παράδοση και αν προέρχονται και η οποία τους εξέθρεψε και εκείνοι τη βίωσαν σε καθημερινό επίπεδο, ανήκουν σε όλη την ανθρωπότητα, αλλά έχουν κοινές ρίζες και υπηρετούν (και το αισθάνονται ότι υπηρετούν…) το ίδιο κοινό ευαγγελικό ιδεώδες. Βρισκόμαστε ακριβώς σ’ αυτό το σημείο με το Ημερολόγιο.

Αρχικά δυο εννοιολογικές παρατηρήσεις, που έχουν τη σημασία τους. Η πρώτη αφορά την έννοια της γαλλικής campagne όπου ο Bernanos τοποθέτησε τον ήρωά του, τον υπεφημέριο μιας μικρής ενορίας. Πρόκειται για επαρχία και όχι για αστική ενορία, αλλά ο εφημέριος δεν είναι ούτε επαρχιώτης, ούτε επαρχιακός. Η γαλλική επαρχία έχει ακόμα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της φεουδαλικής κοινωνίας: ο πύργος και ο άρχοντας με την οικογένειά του, ο λαός των πληβείων (ελεύθεροι πια δουλοπάροικοι) που κατοικούν στο μικρό αγροτικό χωριό, του οποίου οι γαίες σε μεγάλο βαθμό ανήκουν στον άρχοντα του τόπου. Σ’ αυτό το λαό ανήκει από γεννησιμιού του και ο υπεφημέριος, έστω και αν ανήλθε κάποιο σκαλοπάτι στην κοινωνική κλίμακα. Οπότε, νομίζω, το επαρχιακός που έχει αποδοθεί στον υπεφημέριο, δεν αποδίδει την κοινωνική διάσταση της ενορίας, που θέλει να υπογραμμίσει ο γάλλος συγγραφέας, αν μάλιστα μελετήσουμε και τους συμβολισμούς που κρύβονται πίσω από τον μύθο (βλ. πιο κάτω).

Το δεύτερο σημείο αναφέρεται στον ρόλο του ιερέα. Στα ελληνικά ονομάζεται εφημέριος (εννοιολογικά συνδέεται με την προσωρινότητα), ενώ στα γαλλικά ο όρος curé είναι παράγωγο της λατινικής λέξης cura = φροντίδα. Ο υπεφημέριος στάλθηκε στη μικρή επαρχιακή ενορία για να έχει την πνευματική της φροντίδα. Και ο συγγραφέας επιθυμεί να φτάσει η φροντίδα αυτή έως και τον αναγνώστη. Ο υπεφημέριος του Ambricourt, κατ’ επιθυμία του Bernanos, είναι curè και των αναγνωστών του!

Έχοντας διευκρινίσει αυτές τις δυο ουσιαστικές έννοιες, που ενυπάρχουν και στον ψυχισμό του συγγραφέα (εκ παραδόσεως) και στη δομή του μυθιστορήματός του, μπορούμε να προχωρήσουμε στην ανάλυση κάποιων από τα σύμβολά του (ένα μυθιστόρημα τέτοιου είδους είναι πάντα συμβολικό και ως ένα βαθμό περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία), ωσότου διακρίνουμε τη σύγκλιση στο καίριο σημείο, ζενίθ (Α) και ναδίρ (Ω) ταυτόχρονα, που δεν είναι άλλο από το σημείο του θανάτου. Όλο το μυθιστόρημα μας προετοιμάζει για εκείνη τη στιγμή, περιγράφοντάς μας την εξέλιξη της ασθένειάς του ήρωα-ιερέα.

Ο G. Bernanos δεν υπήρξε ιερέας, ούτε και εφημέριος, ούτε βρέθηκε σε κάποια ποιμαντική αρμοδιότητα. Άρα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι δε μπορεί να μιλήσει «από μέσα» ως υποκείμενο, αλλά μόνο από απέναντι, ως «αντικείμενο» αυτής της φροντίδας. Όμως επιτυγχάνει στην προσπάθειά του και με το παραπάνω, επειδή η μικρή ενορία της φροντίδας του Ambricourt, του μικρού επαρχιώτικου χωριού, είναι η εικόνα της Εκκλησίας ειδικότερα και του κόσμου γενικότερα. Η εκκλησιολογία του βαθύτατα πιστού καθολικού Bernanos αγκαλιάζει τα στενά όρια μια ενορίας (=εντός ορίων), και την απλώνει όσο περισσότερο γίνεται, την κάνει να παίρνει τα όρια της Καθολικής Εκκλησίας στο σύνολό της, δηλ. στην καθολικότητά της. Αλλά πάει και ακόμα παραπέρα: αγκαλιάζει την οικουμένη γενικότερα. Η θρησκευτική ιδεολογία του Bernanos είναι βαθύτατα καθολική και δε μπορεί να αφήσει απέξω κανένα: ούτε τους πραγματικούς χριστιανούς (ένας μικρός πυρήνας, που μπορεί να είναι και τα παιδιά), ούτε εκείνους που θρησκεύονται εκ παραδόσεως, ούτε την άρχουσα κοινωνική και οικονομική τάξη μέσα στην υποκρισία τους (οι ένοικοι του πύργου), ούτε και τους συναδέλφους του παρά τα όποια όριά τους. Αλλά ούτε και ο ίδιος, άρρωστος από καρκίνο του στομάχου, που βρίσκει ανακούφιση μόνο όταν τρώει λίγο ψωμί βουτηγμένο σ’ ένα ποτήρι κρασί (συμβολισμός της Ευχαριστίας). Όλοι έχουν ανάγκη από φροντίδα. Όλοι είναι ασθενείς, μοιρασμένοι (βλ. πιο πάνω), διχοτομημένοι εσωτερικά, σε ατομικό και γενικό επίπεδο και έχουν άμεση ανάγκη για ιατρική φροντίδα.

Αλλά η κατάσταση δεν είναι απελπιστική και η λύση δεν είναι η εγκατάλειψη του πλοίου. Υπάρχει φάρμακο, υπάρχει φροντίδα, και η τελική λύση, η κάθαρση του μύθου της τραγωδίας του υπεφημέριου, έρχεται σαν ψίθυρος στο αφτί του φίλου που συμπαρίσταται στην τελευταία αναπνοή του νικημένου από την ασθένεια υπεφημέριου: Τι σημασία έχει; Όλα είναι χάρη.

H φράση αυτή, βαθιά θεολογική και ουσιώδης θεμέλιο και κανόνας πνευματικότητας, δεν αποτελεί εύρημα του Bernanos. Ο αφορισμός αυτός αποδίδεται στην Αγία Θηρεσία του Βρέφους Ιησού (+1897), προς την οποία η ευλάβεια των καθολικών του 20ού αιώνα άγγιξε πρωτόγνωρα σημεία λαοφιλίας. Ο Bernanos ήταν από τους εξέχοντες ευλαβείς της αγίας και της οποίας είχε μελετήσει τα κείμενά της (αυτοβιογραφία και επιστολές) απ’ ‘όπου και άντλησε τη φράση-αποκορύφωμα του δράματος του υπεφημέριου…

Και ο συγγραφέας του ημερολογίου, ο φτωχός και άρρωστος υπεφημέριος είναι ένα σύμβολο. Πράγματι, ο Bernanos δεν τολμά ή δεν θέλει να του δώσει ένα όνομα. Για τούτο και είναι ένα σύμβολο, το σύμβολο και το σημείο (υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους δυο όρους) εκείνου που έχει έρθει για να έχει τη φροντίδα όλου του κόσμου, του Ιησού Χριστού. Ως σύμβολο, μετατρέπει την όποια ενέργειά του, πετυχημένη ή αποτυχημένη, σε πράξη σωτηρίας που δεν πάει χαμένη. Γίνεται χάρη, όπως ήταν χάρη η παρουσία του Ιησού ανάμεσα σ’ ένα λαό άπιστο που τον απέρριπτε συνεχώς, έως και την τελική απόρριψη. Μπορεί τα παιδιά, στα οποία θέλει ο υπεφημέριος να αφοσιωθεί, να τον περιγελούν και να τον περιπαίζουν, αλλά «δε γνωρίζουν τι κάνουν».

Ο υπεφημέριος της ενορίας του Ambricourt ζει στη μοναξιά. Γνωστή κατάσταση και τρόπος ζωής ενός εφημερίου. Παρά τις όποιες συναναστροφές και επαφές που έχει με κάποιους συναδέλφους του, όπως με τον έμπειρο και καλό εφημέριο, παραμένει μόνος και μοναχικός. Μόνος σύντροφος ο εαυτός του, ο οποίος εκπροσωπείται από το τετράδιο του Ημερολογίου του και συνδιαλέγεται μαζί του. Με το χαρτί και το μολύβι μοιράζεται όχι απλώς τις σκέψεις και τις αγωνίες και το δράμα του, αλλά τη ζωή του. Η βαριά μοναξιά που κρατά κλειδωμένες τις προσδοκίες, τα όνειρά του και τις αποτυχημένες προσπάθειές του, αλλά και την εικόνα του κόσμου του. Για τούτο είναι και «σημείο» του ιστορικού Ιησού, του ενός και απολύτως μόνου μέσα στον κόσμο. Κανένας άλλος όμοιός του. Κανένας απολύτως σε θέση να τον κατανοήσει. Χωρίς να υποτιμούμε τους άλλους συντρόφους του Ιησού, κανένας τους δεν ήταν σε θέση να καταλάβει ακόμα και τα λεγόμενά του. Πολύ περισσότερο τους στόχους του. Μόνος σύντροφος στη μοναξιά του, ο Πατέρας… Και ήρθε η στιγμή να ρωτήσει και τον ίδιο: «ίνα τι με εγκατέλειπες»;

Η μοναξιά αυτή είναι βαριά, αλλά όχι εξουθενωτική, επειδή φωτίζεται και παίρνει νόημα από την πίστη. Εκεί όπου κάποιος άλλος θα μπορούσε πολύ εύκολα να απελπιστεί, ο υπεφημέριος δίνει νόημα και παίρνει κουράγιο. Έχει κάποιον με τον οποίο συνδιαλέγεται. Έχει κάποιον τον οποίο μιμείται. Στον Bernanos η «μίμηση του Χριστού» είναι το κλειδί για την έξοδο από τη μοναξιά. Το χιλιοδιαβασμένο ομότιτλο βιβλίο, το πιο κλασικό της χριστιανικής πνευματικότητας μετά το Ευαγγέλιο, γίνεται οδηγός και σε τούτο τον πολύ δύσκολο αγώνα. Η χριστιανική μοναξιά δεν είναι η ταύτιση με τον εαυτό σου της μη χριστιανικής ψυχανάλυσης, αλλά η ταύτιση με τον Χριστό, σύμφωνα με το παύλειο: «Δεν ζω πια εγώ, αλλά ζει σε μένα ο Χριστός».

Ο ήρωας του Bernanos, παρά την εσωστρέφειά του και παρά τα προβλήματά του, είναι συμπαθής στον αναγνώστη, επειδή είναι ομοιοπαθής μ’ αυτόν. Η περιγραφή των προβλημάτων δεν αποβλέπει στο να οδηγήσουν τον αναγνώστη στο λαβύρινθο και, στο τέλος, στην άβυσσο του προσωπικού αδιέξοδου, αλλά να φωτίσουν μια διαδρομή, αρκετά σκοτεινή, δύσκολη και πονεμένη, που όμως είναι εκ των προτέρων δεδομένο πως έχει διέξοδο στο φως της Χάρης.

Π. Μάρκος Φώσκολος

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΚΑΘΟΛΙΚΗ φ. 234 / 17.10.2018

Start typing and press Enter to search

Shopping Cart

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.